κλᾷν

κλᾷν
κλάω
cry
pres inf act

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κλᾶν — κλάω cry pres part act masc voc sg (doric aeolic) κλάω cry pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κλάω cry pres part act masc nom sg (doric aeolic) κλᾶ̱ν , κλάω cry pres inf act (epic doric) κλάω cry pres inf act (attic doric) κλάω cry… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κου Κλουξ Κλαν — (Ku Klux Klan). Μυστική ρατσιστική οργάνωση με δράση στις ΗΠΑ. Η ονομασία της μάλλον προέρχεται από το Kuklos (= κύκλος), φοιτητική λέσχη της πόλης Πουλάσκι στην πολιτεία Τενεσί. Εμφανίστηκε στις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ μετά τον εμφύλιο πόλεμο… …   Dictionary of Greek

  • Κου-Κλουξ-Κλαν — η ονομασία δύο χωριστών και άσχετων μεταξύ τους τρομοκρατικών ρατσιστικών οργανώσεων τών Ηνωμένων Πολιτειών, από τις οποίες η μία συστάθηκε αμέσως μετά τον Εμφύλιο πόλεμο και διατηρήθηκε ώς τη δεκαετία τού 1870 και η άλλη πρωτοεμφανίστηκε το 1915 …   Dictionary of Greek

  • PANIS Fractio — ritus Eucharisticus a Matrhaeo, Marco, Luca expresse notatus, de DOMINO, Sacramentum hoc instituente, ἐυλογήσας ἔκλασε, quum benedixisset, fregit: Vel, ἐυχαριςτήσας ἔκλασε, postquam gratias egisset, fregit. Eandem circumstantiam, ut apprime ad… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… …   Dictionary of Greek

  • ломить — ломлю, укр. ломити, ст. слав. ломити, ломлѭ κλᾶν (Клоц., Супр.), болг. ломя ломаю , сербохорв. ло̀мити, ло̀ми̑м, словен. lomiti, lomim, чеш. lomiti, lomim, слвц. lоmit᾽, польск. ɫomic, ɫomię, н. луж. ɫomis. От лом. Ср. лит. lamdyti, lamdau… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Kutane leukozytoklastische Angiitis — Klassifikation nach ICD 10 M31.8 Sonstige näher bezeichnete nekrotisierende Vaskulopathien …   Deutsch Wikipedia

  • plagioclasa — ► sustantivo femenino MINERALOGÍA Denominación dada a los feldespatos que contienen calcio y sodio. * * * plagioclasa (del gr. «plágios», oblicuo, y «kláō», romper) f. Geol. Grupo de feldespatos que entran en la composición de muchas rocas ígneas …   Enciclopedia Universal

  • πατριά — Στην εθνολογία χαρακτηρίζεται η μεγάλη πατριαρχική οικογένεια και, κατόπιν, ένας τύπος στοιχειώδους κοινωνικής οργάνωσης. Η π. (στη διεθνή ορολογία αναφέρεται συχνά με τη σκοτική λέξη clan) συγκέντρωνε όλες τις οικογένειες που έχουν μεταξύ τους… …   Dictionary of Greek

  • πορδιάρης — ο, Ν αυτός που κλάνει συχνά, κλανιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορδή + κατάλ. ιάρης (πρβλ. κλαν ίάρης, ψωρ ιάρης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”